Πολλοί δεν αφιέρωσαν γραμμή για τον θάνατο του θάνου μικρουτσικου στα 72 του χρόνια απο μορφή καρκίνου.
Πολλοί αφιέρωσαν διθυράμβους.Αλλοι τον θεωρούσαν υπερεκτιμημένο σε σχέσεη με άλλους μουσικούς-πνευματικούς ανθρώπους που έφυγαν με δυο(και όχι…τέσσερα) λογια,αν και είχαν έργο βαρύ σαν ιστορία.
Πολλοί θεώρησαν ότι πολιτικά αναδειχθηκε περισσότερο παρά πνευματικά σε σύγκριση με άλλους.
Μικρότητες;
Προφανώς,τουλάχιστον ως ένα μέρος τους.
Ο Θάνος Μικρούτσικος φεύγει με δήλωση του Μίκη Θεοδωράκη,του κορυφαίου πνευματικού Ελληνα στον τομέα,η οποία τον κατατάσσει στους κορυφαίους.
Εμείς,απορρίπτοντας τη χαρακτηριστική μικροκαρδία-στενοκαρδία του Ελληνα θεωρούμε ως πληρέστερο και γιαυτό παραθέτουμε το διθυραμβικό ξεπροβόδισμα της Τίνας Μανδηλαρά στο ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ και έχετε κρίση δική σας για όσα στον πρόλογο αναφέρουμε:
” ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Τα πάντα ήταν ρυθμός στα αυτιά του Θάνου Μικρούτσικου – Αφιερωμένος ψυχή τε και σώματι στη μουσική – Τα μαθηματικά και οι αγώνες – Στο Α’ Νεκροταφείο στις 12:30 το μεσημέρι της Δευτέρας η δημοσία δαπάνη πολιτική του κηδεία
Κανείς δεν ξέρει αν ξεγέλασε τους ουρανούς με ξόρκια μαύρη φλόγα, όπως τραγουδούσε στον δικό του «Άμλετ» της Σελήνης, το σίγουρο όμως είναι ότι ο Θάνος Μικρούτσικοςποτέ δεν χώρεσε στα μικρά επίγεια όρια του θνητού κόσμου. Ορισμένος από μικρός να ξεπερνά ό,τι κανείς μπορούσε να προβλέψει σε θάρρος και ταλέντο δοκίμασε τις δυνάμεις του στο πιάνο μόλις σε ηλικία 4 ετών δίπλα στη θεία του Ηλέκτρα με ένα improptu του Σούμπερτ και συνέχισε, όταν όλα τα αγόρια ακόμα μάθαιναν να αλητεύουν, να φαντάζεται μεγάλες συνθέσεις και να κάνει πρωτοποριακά όνειρα.
Στα 12 έπαιζε πιάνο καθημερινά και στα 13 κατάφερνε να πάρει το πρώτο του πτυχίο με δύσκολα έργα που οι μεγάλοι δεν μπορούσαν καν να φανταστούν. Ο Μπετόβεν ως ένας τεράστιος συνθέτης και ένα μαθηματικό μυαλό που ταίριαζε στα δικά του υπερβατικά μέτρα ήταν το πρότυπό του αλλά κατά τα άλλα κοίταζε χαμηλά στη γη εκεί όπου έσκαγαν οι πρώτοι καρποί και έσκαβαν οι άνθρωποι του μόχθου τους οποίους δεν έπαυε ποτέ να θαυμάζει και να υποστηρίζει με κάθε τρόπο.
Αν και αστικής καταγωγής και με πατέρα εργοστασιάρχη γνωστής μάρκας ζυμαρικών-από τότε αποκαλούσε ο Μικρούτσικος τον εαυτό του «μακαρονά»-ο ίδιος δεν σταμάτησε να ευαισθητοποιείται απέναντι στους εργατικούς αγώνες και να συντάσσεται με οποιαδήποτε μορφής κινητοποίηση ακόμα και λίγο πριν το ύστατο του τέλος.
Ήδη από την ηλικία των εννέα τόλμησε να συμμετάσχει σε διαδήλωση στην Πάτρα για το Κυπριακό μπροστά στο αγγλικό προξενείο, την οποία σταμάτησαν απότομα οι μάνικες των πυροσβεστικών με αποτέλεσμα να επιστρέψει στο σπίτι μούσκεμα. Κανείς όμως δεν τον επέπληξε και ειδικά ο πατέρας του ο οποίος δεν έπαψε ποτέ να τον στηρίζει στα επαναστατικά του όνειρα, ειδικά από τότε που επέστρεψε από την πρωτεύουσα στην Πάτρα τα πρώτα χρόνια της κατοχής ενισχύοντας με κάθε τρόπο τις αμφιβολίες του γιου του για τις παραδεδομένες αντιλήψεις της εποχής.
Του διάβαζε ποίηση, τον γαλούχησε με υψηλά ακούσματα τον έκανε να αγαπήσει τον Καρυωτάκη και τον Μπρεχτ. Παράλληλα όμως τον έμαθε να έχει το ελεύθερο πνεύμα ώστε να είναι ανοιχτός στον πρωτοποριακό άνεμο που φυσούσε από την Ευρώπη και που έφερε κοντά του τις νέες ιδέες αλλά και την αβαν γκαρντ μουσική, τον μινιμαλισμό και τον Σένμπεργκ.
Τα μαθηματικά και οι αγώνες
Με όλα αυτά στο κεφάλι του ο Θάνος Μικρούτσικος φτάνει στην Αθήνα το 1962 με σκοπό να σπουδάσει, όπως και ο αδελφός του Ανδρέας, μαθηματικά. Διαπρέπει και εκεί καθώς η αγάπη του για την αρμονία και τις μαθηματικές αναλογίες τον έκανε να είναι από τους πρώτους στο τμήμα του-από τους πρώτους όμως ήταν και στους αγώνες αφού γράφτηκε στους Λαμπράκηδες και συμμετείχε ενεργά σε όλες τις διαδηλώσεις.
Οι θέσεις του Πλάτωνα για τη σχέση φιλοσοφίας και μουσικής-η γνωστή φράση του «Κανείς αγεωμέτρητος δεν χωράει στην Ακαδημία» δέσποζε στην είσοδο της σχολή του φιλοσόφου- βρήκαν απόλυτο αντίκτυπο στις απόλυτα ιεραρχημένες προβολές του ίδιου του Μικρούτσικου για τον μοιρασμένο ανάμεσα στη μουσική και τα μαθηματικά κόσμο του.
Τα πάντα ήταν ρυθμός στα αυτιά του ή αντηχούσαν κάπως έτσι: άλλοτε δυνατά και ερμητικά σαν τα άσματα του Θεοδωράκη και τους στίχους του Μπρεχτ για τον δημιουργό που κατεβαίνει από τα μαύρα δάση και άλλοτε όμορφα, γλυκά και μελωδικά σαν τους ήχους του Χατζιδάκι και τα πανέμορφα στιχάκια του Ρεμπό. Κάπου στη μέση έβρισκε τον δικό του Καρυωτάκη, έναν ποιητή με ευαισθησία αλλά και έντονες πολιτικές ευαισθησίες σαν τις δικές του γι αυτό και μια μουντή μέρα έκατσε στο πιάνο του και βρήκε τις όμορφες νότες που θα μελοποιούσαν ιδανικά το «Ένα σπιτάκι Απόμερο και τη Μυγδαλιά».
Είναι μόλις 1969 και ο Μικρούτσικος έχει ήδη ένα δισκάκι στο ενεργητικό του και μερικές ώρες εμφανίσεων σε κεντρική μπουάτ της Πλάκας μαζί με τον Διονύση Σαββόπουλο και την Καίτη Χωματά.
Παράλληλα μαίνονται οι πολιτικοί αγώνες αλλά και οι έρωτες: γιατί ο τρυφερός και άκρως ποιητικός νεαρός δεν έπαψε ποτέ να διεκδικεί με όποιον τρόπο μπορεί τα πάθη του. Φλέρταρε από μικρός και φρόντιζε να χορεύει πρώτος τα κορίτσια στα εφηβικά πάρτι της Πάτρας ποτισμένα με βερμούτ υπό τους ήχους των ρομαντικών ιταλικών τραγουδιών. Ερωτεύεται, πολιτικοποιείται και διαβάζει σαν τρελός ο,τι πέσει στα χέρια του: μυθιστορήματα, πολιτικά εγχειρίδια-όλο τον Μαρξ!-και κυρίως ποίηση. Δεν συμφωνεί με το ΚΚΕ που καταδικάζει τον Καβάφη ως αστό αλλά λατρεύει τον Μαγιακόφσκι: όχι τόσο για τα ακραιφνώς στρατευμένα του ποιήματα όσο για εκείνα τα ερωτικά που έλεγαν:
«Παίρνω την παρατημένη μου καρδιά/ και την κουβαλώ/ σαν τον σκύλο που στην τρώγλη κουβαλά/ το πόδι που του έκοψε το τρένο». Ο έρωτας ήταν για εκείνον πάντα προτεραιότητα γι αυτό και αγάπησε παράφορα και παντρεύτηκε τρεις φορές. Είχε μάλιστα και τέσσερα παιδιά: τα δυο-τη Σεσίλ και την Κωνσταντίνα από τον πρώτο του γάμο-και άλλα δυο από τον γάμο του με τη δημοσιογράφο Μαρία Παπαγιάννη.
Αφιερωμένος ψυχή τε και σώματι στη μουσική
Ήταν όμως από αυτούς που διακρίθηκαν, σε δύσκολες εποχές, από τους πρώτους στο Πανεπιστήμιο ενώ κέρδισε υποτροφία για το εξωτερικό στη Γαλλία και Αμερική, την οποία ωστόσο ποτέ δεν εκμεταλλεύτηκε: έχει ήδη αποφασίσει να αφιερωθεί ψυχή τε και σώματι στη μουσική. Η σχέση του με αυτήν υπήρξε άλλωστε πάντα σαρωτική: τα μουσικά οράματα δεν έπαψαν ποτέ να επανέρχονται με τρόπο σχεδόν μεταφυσικό αλλά και με τις απαραίτητες δόσεις αυστηρότητας-κάτι που έμαθε από τον δάσκαλο του τον Γιάννη Παπαϊωάννου που τον μύησε στους μεταδωδεκαφθογγιστές. Μελωδία, ατονική μουσική, μπαρόκ όπερα όλα μαζί συνυπάρχουν στο μυαλό του και όλα ποτίζουν με ισόποσες δόσεις το έργο του.
Μαζί και η αλητεία του λαϊκού παιδιού που δεν θα πεθάνει ποτέ μέσα του και θα γίνει, χρόνια αργότερα, η ατιθάσευτη και ρωμαλέα «Ρόζα». Το μόνο σίγουρο είναι πως παρόλες τις εσωτερικές συγκρούσεις δεν υπήρχε μέσα του ή έξω του τίποτα μέτριο-και σε αυτό γινόταν άκρως δηκτικός. Πίστευε και ότι η απόλυτη έκφραση της εποχής μπορούσε κάθε φορά να εκφραστεί μέσα από ήχους και έτσι αποφάσισε, αμέσως μετά την πτώση της Χούντας να μελοποιήσει τον αγαπημένο του ποιητή Ναζίμ Κιχμέτ- τον οποίο και επικαλέστηκε λίγο πριν πεθάνει βρίσκοντας ιδανική έκφραση στη φωνή της Μαρίας Δημητριάδη. «Η πιο όμορφη θάλασσα» και το «Τους έχω βαρεθεί» έτυχαν μάλιστα λογοκρισίας,όπως υποστήριξε κάποια στιγμή ο Μικρούτσικος, από τον Μάνο Χατζιδάκι αν και ο τελευταίος είχε παραδεχτεί δημόσια την σπουδαιότητά του ως συνθέτη. Ήταν μάλιστα αυτός ο λόγος να θυμώσει ο Διονύσης Σαββόπουλος με τον οποίο δεν έπαψαν ποτέ να έχουν κόντρα ίσως και λόγω διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας. Η στρατευμένη περίοδος του Μικρουτσικου βρισκόταν στον αντίθετο πόλο της μπαλάντας που διέκρινε τον τροβαδούρο Σαββόπουλο. Ήταν η εποχή που ο επικός Θάνος είχε σηκώσει ψηλά τις σημαίες: Μπρεχτ, Ρίτσος, Μαγιακόφσκι συνιστούν τα αρμονικά κομμάτια ενός μουσικού σύμπαντος με έντονα ανεβασμένες νότες. Μόνο που δεν έλειπε ποτέ η τρυφερότητα. Όπως είχε πει και ο ίδιος σε μια συνέντευξη του όταν ο Ρίτσος άκουσε τα μελοποιημένα από τον Μικρούτσικο ποιήματα από την εποχή της Μακρονήσου “Μου κρατούσε το χέρι κι έμεινε αμίλητος μετά το τέλος του έργου. Με φίλησε στο μέτωπο κι άναψε τσιγάρο. Όταν έφυγα από το σπίτι του-και ντρέπομαι να το πω-έβαλα τα κλάματα”.
Δεν είναι όμως η μόνη συγκινητική στιγμή που θα συγκρατήσει από την μεστή σε εμπειρίες καριέρα του: αντίστοιχη είναι και εκείνη με τον ξεχασμένο Ελληνοιάπωνα ναυτικό που θα βρεθεί να ακούει μαζί του τα τραγούδια του σε ποίηση Καββαδία σε ένα ξεχασμένο μπαρ στην Κίνα-απόδειξη ότι η μουσική του για τον Καββαδία ακουγόταν κυριολεκτικά παντού. Ή ο αποχαιρετισμός του στον αγαπημένο του Μητροπάνο με τον οποίον είχαν συμπράξει σε έναν δίσκο όπου μιλούσε για Βησιγότθους, για μια Ντολόρες, για ματωμένους ήρωες. Λίγοι εξάλλου ξέχασαν αυτόν τον απόλυτο λαικό δίσκο το 1996 “Στου αιώνα την παράγκα” με τα πιο όμορφα ζειμπέκικα στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Μέσα σε αυτόν τον τρελό οίστρο την περίοδο της ηχογράφησης της “Παράγκας” ο Μικρούτσικος ζητάει από τον ντράμερ Νίκο Καπηλίδη να κάνει κάτι άλλο από “τα τυπικά χτυπήματα του ζειμπέκικου”. Του ζήτησε να βγάλει το πουκάμισο του και να φορέσει μια προβιά. Η προβιά δεν βρέθηκε αλλά ο Καπηλίδης κατάφερε να παίξει σαν πρωτόγονος βίκινγκ-ακριβώς όπως του ζητήθηκε!
Η ένταση δεν έλειπε ποτέ από τον συνθετικό βίο του Θάνου Μικρούτσικου που ήταν πάντα στα όρια: ούτε όταν έκανε το “Στου Αιώνα την Παράγκα” ούτε όταν συνέθετε την “Ελένη”, τη διακεκριμένη και στο εξωτερικό όπερά του, για την οποία χρειάστηκε να μείνει ξάγρυπνος πολλά μερόνυχτα. Ο καλός του φίλος Αλέξανδρος Μυράτ που ήταν και ο διευθυντής ορχήστρας όταν η όπερα ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής είχε εκστασιαστεί με το πόσο ο συνθέτης ξεπέρασε τα ανθρώπινα όρια όταν συνελάμβανε αυτό το έργο. Είναι άλλωστε ο Μυράτ που είχε πει για τον Μικρούτσικο ότι είναι «το πιο ρυθμικό άτομο της λευκής φυλής».
Η “Ελένη” δεν ήταν ωστόσο η μοναδική όπερα που έγραψε ο Μικρούτσικος: συμφωνικά έργα, μουσική δωματίου, μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, πειραματική μουσική, μουσική για το θέατρο-τίποτα δεν σταματούσε το δημιουργικό του έργο. Παράλληλα ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς του κινείται στο χώρο του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού συνθέτοντας εκατοντάδες τραγούδια σε κείμενα Ελλήνων και ξένων ποιητών. Επίσης ηχογράφησε δεκάδες LP και Cd συνεργαζόμενος για τις κορυφαίες δισκογραφικές εταιρίες του κόσμου όπως EMI-Classics, Blue Note, Polydor, Sony(CBS), Minos-Emi, Agora,Lyra,HMV, κ.α. Οπως σημείωνε χαρακτηριστικά κάποτε ο Σαρλς Φιλιπόν για την εφημερίδα «Le Soir»: «Η γλώσσα του Θάνου Μικρούτσικου, ξεφεύγοντας από κάθε σχηματική ταξινόμηση, επιστρατεύει αμέτρητες αναφορές: τη δημοτική παράδοση, το ρεμπέτικο, κάποιους μακρινούς απόηχους του 19ου αιώνα, μερικές στιγμές δανεισμένες από τους πρωτοποριακούς της νεοελληνικής σχολής και την ατονική γραφή. Στον Μικρούτσικο το ουσιαστικό εδρεύει μέσα σ’ αυτήν την προνομιούχα σχέση που ζει μαζί με την ποίηση, μέσα σ’ αυτήν την ολότητα όπου λάμπουν τα ευρήματα του κειμένου και της μουσικής. Δεν μελοποιεί απλά την ποίηση του Ρίτσου, δημιουργεί έναν καινούργιο χώρο, ανοιχτό στο τραγούδι που κουβαλάει μέσα της η λέξη. Ανακαλύπτει εκ νέου τις τραγικές δομές του Σοφοκλή και του Αισχύλου και ζωντανεύει τα φαντάσματα του ελληνισμού. Ο Μικρούτσικος έχει αυτό το σπάνιο χάρισμα να κάνει προσιτά, κείμενα δύσκολα, προβάλλοντας μέσα μας τις αβυσσαλέες τους αντηχήσεις. Επιπλέον ο Μικρούτσικος φιγουράρει σαν ένας απελευθερωμένος συνθέτης, μια φυσιογνωμία που η κοινωνία μας σήμερα έχει ξεχάσει. Συνθέτης κι ερμηνευτής ο ίδιος, αναγκάζει τους μουσικούς να τραγουδούν, τον τραγουδιστή να μιλάει».
Κάπως έτσι τον έβλεπαν οι ξένοι-επικό, μεγαλεπήβολο, οραματιστή αλλά και απόλυτα Έλληνα αφού στις φλέβες του κυλούσε ταυτόχρονα ο Αριστοφάνης και ο Ευριπίδης, ο Καρυωτάκης και ο Ρίτσος. Κυρίως όμως τον έκαιγε ένα σωκρατικό δαιμόνιο που τον έκανε να αντιτίθεται στις κατασκευασμένες μόδες και τις οριοθετημένες σκέψεις: όταν τη δεκαετία του 70 όλοι έσπευσαν να του δώσουν την ταμπέλα του στρατευμένου εκείνος έκανε την έκπληξη μιλώντας για χαμένους ναυτικούς, για φούντες, για μπορδέλα σε ξεχασμένα λιμάνια και παράνομους έρωτες. Έκανε άλλωστε γνωστό έναν ποιητή που δεν μπορούσε να ταιριάζει ούτε στους καθαρόαιμους Αριστερούς, ούτε στους αστούς αφού ήταν «ιδανικός και ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων«. Αυτή η μοναδική ποίηση του Νίκου Καββαδία οδήγησε στο “Kuro Siwo”, μόλις το 1979-η πρώτη μεγάλη επιτυχία από τον περίφημο ‘Σταυρό του Νότου”. Ο Καββαδίας θα υπάρχει πάντα στο έργο του Μικρούτσικου μέσα από τις διαφορετικές εκτελέσεις-από την πιο κλασική και μνημειώδη με τον ίδιο να παίζει ξέφρενα πιάνο και να τραγουδάει «Επτά σε παίρνει αριστερά μη το ζορίζεις» έως την πιο τζαζ/ρέγκε εκδοχή με τη φωνή του Βλάσση Μπονάτσου στο «Γουίλι τον Μαύρο θερμαστή».
Η πρώτη, θρυλική και αξέχαστη εκτέλεση βέβαια ανήκει στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Έντεκα χρόνια πάντως μετά τον «Σταυρό του Νότου» η μουσική του Μικρούτσικου την ποίηση του Καββαδία καταλήγει στις περίφημες «Γραμμές των Οριζόντων».
Η πολιτική στράτευση
Επειδή όμως η μουσική δεν θα υπήρχε χωρίς το όραμα και το έργο από μικρός ο Θάνος Μικρούτσικος είχε ενεργό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας είτε ως αγωνιστής, είτε ως οργανωτικό μέλος διαφόρων σχημάτων, είτε ακόμα, αργότερα, ως Υπουργός. Πρόσφατα είχε φροντίσει να επανενταχθεί στο ΚΚΕ-από το οποίο τον είχε διαγράψει, όπως είχε πει ο ίδιος ο αείμνηστος Γρηγόρης Φαράκος, επειδή δεν δεχόταν την αισθητική καθαρότητα του Πλατόνοφ!-ενώ την περίοδο του 1989 είχε ταχθεί αναφανδόν στο πλευρό του Ανδρέα Παπανδρέου όντας ενάντιος στη σύπμπραξη της Αριστεράς με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Στα πρώτα χρόνια της κυβέρνησης Παπανδρέου διατέλεσε σύμβουλος της Μελίνας Μερκούρη ενώ μετά τον θάνατό της ανέλαβε εκείνος τα ηνία ως Υπουργός Πολιτισμού. Αποχώρησε επί κυβέρνησης Σημίτη αν και φρόντισε να αναλάβει πολιτιστικός σύμβουλος στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Του άρεσε πάντα να δίνει αγώνες από την πρώτη γραμμή και όχι από τα παρασκήνια χωρίς να φοβάται να αναλάβει το βάρος της ευθύνης. Ακόμα και την εποχή της αρρώστιας του και παρότι χρειάστηκε να κάνει σοβαρές επεμβάσεις στο εξωτερικό δεν αρνήθηκε ότι το παλεύει, ούτε ότι πάσχει από καρκίνο. Έδινε συναυλίες μέχρι τέλους και έστελνε αγωνιστικούς χαιρετισμούς με υψωμένο το τραυματισμένο από την πεταλούδα χέρι του εννοώντας πως ακόμα και όταν ο θάνατος έρθει να τον βρει, αυτός θα έχει νικήσει. Όσο για τη στιγμή του θανάτου του, όπως ομολογούσε σε πρόσφατη συνέντευξη στον Αντώνη Μποσκοίτη- και τη Lifo- «Θα ήθελα όλα τα δικά μου πρόσωπα να φοράνε λευκά. Όλη μου τη ζωή έπαιζα μουσική ντυμένος στα μαύρα, τώρα θα ήθελα στα λευκά. Θα μάζευα όλα τα αγαπημένα μου πρόσωπα και θα τους έλεγα, αλλάζοντας λίγο τον στίχο του Καββαδία: «Τα μάτια μου ζούνε μια θάλασσα… Θυμάσαι;».